- αυθαδιάζω
- -ίασα, είμαι θρασύς, ανευλαβής: Τον τιμώρησαν, γιατί αυθαδίασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυθαδιάζω — αυθαδιάζω, αυθαδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδιαντροπεύομαι — [αδιάντροπος] γίνομαι αναιδής, αναίσχυντος, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
αναιδεύομαι — ἀναιδεύομαι (Α) [ἀναίδεια] συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
αναστομώ — άω 1. διεγείρω, προκαλώ την όρεξη 2. (αμτβ.) λιγουρεύομαι, μού ανοίγει η όρεξη 3. μτφ. μιλώ με απρέπεια, αντιλέγω, αυθαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στόμα] … Dictionary of Greek
αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») … Dictionary of Greek
αντιμιλώ — (Μ ἀντιμιλῶ, έω) 1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω 2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
αυθαδίζομαι — αὐθαδίζομαι (Α) [αυθάδης] αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
γλωσσεύω — [γλώσσα] αντιλέγω, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
γλωσσοκοπανώ — ( άω) και γλωσσοκοπανίζω 1. φλυαρώ 2. αυθαδιάζω 3. συκοφαντώ … Dictionary of Greek